- κεφαλομετρικός
- -ή, -όο σχετικός με την κεφαλομετρία*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrique (< cephalo- (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -metrique (πρβλ. -μετρικός < μέτρης < μετρῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο].
Dictionary of Greek. 2013.